- μαντεία
- η (AM μαντεία, Α επικ. τ. μαντείη, ιων. τ. μαντηΐη, Μ και μαντειά) [μαντεύω]1. το να προλέγει κάποιος αυτά που πρόκειται να συμβούν ή να αποκαλύπτει τα άγνωστα, η προφητική δύναμη, η μαντική ιδιότητα, η μαντική τέχνη («μαντείας... δεῑται ὅ,τι ποτὲ λέγεις», Πλάτ.)2. συν. στον πληθ. οι προφητείες, οι χρησμοί, οι εξηγήσεις τών σημείωνμσν.μαγική πράξηαρχ.1. ο τρόπος με τον οποίο δινόταν ο χρησμός («ἡ δὲ μαντηΐη ἥ τε ἐν Θήβῃσι τῇσι Αἰγυπτίῃσι καὶ ἐν Δωδώνῃ παραπλήσιαι ἀλλῄλησι», Ηρόδ.)2. εικασία, πιθανολογία, υπόθεση («τόν γε ἄνευ πείρας αἱρούμενον μαντείᾳ μᾱλλον ἢ κρίσει τἀληθὲς ἀναζητοῡντα», Λουκιαν.)3. σκοτεινή έκφραση, δυσνόητος λόγος («εἰ οὖν πῃ ἔχεις συμβαλεῑν τὴν Κρατύλου μαντείαν», Πλάτ.)4. φρ. «ὡς ἡ ἐμὴ μαντεία» — όπως προλέγω, όπως προφητεύω εγώ (Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.